- περιβιάζομαι
- περιβῐάζομαι,A use great force, Aesop.103 : c. acc., do violence to,
τὴν φύσιν Gal.17(2).177
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν φύσιν Gal.17(2).177
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβιάζομαι — Α 1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι 2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
περιβιάζεσθαι — περιβιάζομαι use great force pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)